κουντρίζω — προσκρούω με το κεφάλι σε σκληρό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. από τον αόρ. εκούντρησα τού κουντρώ, κατά το σχήμα κλονώ: κλονίζω] … Dictionary of Greek
κουντριά — η [κουντρώ] χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κέρατά του, κουτουλιά, κεράτωμα … Dictionary of Greek